Κυριακή 3 Μαρτίου 2013


Εμείς και ο τρόμος
τ0υ Βασίλη Αμανατίδη 

Δήμητρα Χ. Χριστοδούλου «Ο τρόμος ως απλή μηχανή», Ποίηση. Εκδόσεις Πατάκης, 2012, σελ. 107).

Η ενδέκατη ποιητική συλλογή της Δήμητρας Χ. Χριστοδούλου έρχεται πέντε χρόνια μετά τον τιμημένο με Κρατικό Βραβείο Ποίησης «Λιμό» και μόλις δύο μετά την προηγούμενη συλλογή της «Πώς αυτοκτονούν οι Ασσύριοι». Θαρρώ πως τα τρία αυτά βιβλία –μαζί με το «Ελάχιστα πριν» του 2005– αποτελούν την επισφράγιση βαθιάς ωρίμανσης μιας από τις σπουδαιότερες ποιήτριες που ξεκίνησαν τη δεκαετία του 1970 αλλά και μία σαφή –θα έλεγα οριστική– αλλαγή τόνου από τον κομψό, εγκεφαλικό λυρισμό των πρώτων της έργων προς την τολμηρή μέθοδο ενός σαρκαστικού ελέους.

Αν στους «Ασσύριους», η Χριστοδούλου επικεντρώθηκε στην απαξίωση της ύπαρξης μέσα από το πρόσχημα της εξαφάνισης πολιτισμών, στη νέα συλλογή εστιάζει στο επαχθές εδώ και τώρα της ελληνικής (και παγκόσμιας) κατάστασης, διατηρώντας και πάλι ως θέμα της την πτώση. Η οικονομική παράμετρος της κρίσης χρησιμοποιείται ως εύκαιρος κοινωνικός και πολιτικός διαθλαστικός φακός, που διανοίγει και πάλι το δράμα της ύπαρξης προς την οντολογία του πάντοτε («Πώς θα ισοσκελίσω τις δαπάνες / Με τόσο χώμα στις τσέπες μου;»). Το ανεπίδοτο του ανθρώπου έρχεται πια και φωλιάζει μες στη στυγνή επικαιρότητα, η οποία γίνεται έτσι –σαν κατά τύχη– μοχλός ανάδειξής του. Η οικονομική θεομηνία επιτείνει τον αβίωτο βίο και τον άδικο μόχθο, για τα οποία η Χριστοδούλου έχει ξαναμιλήσει στο παρελθόν. Αλλά είναι η συντριβή της ατομικής ηθικής συνείδησης και η εξοικείωσή μας με τον τρόμο (να η δόλια ιδιότητα του τρόμου ως απλής μηχανής) που οδηγεί μια χώρα στην απονέκρωση. Η Χριστοδούλου μοιάζει να προτείνει πως δεν είναι πια το άτομο που πεθαίνει σαν χώρα, αλλά η χώρα που πεθαίνει σαν άτομο. («Μέσα στην πόλη μόνο εμείς, εμείς. / Καθένας όλο του το σόι».)

Έτσι, στα 94 ποιήματα της συλλογής ακτινογραφείται η άστεγη και απαρηγόρητη φύση του ανθρώπου στην άθρησκη ξηρότητα του 21ου αιώνα. Μέσα στον βιότοπο αυτόν –όπου το προσωπικό και το πολιτικό βρίσκονται σε αλληλοεγκόλπωση–, ο καθημερινός άνθρωπος και οι αφανείς του βίοι κατέρχονται έναν Άδη, γελοίοι και γελασμένοι («Τι κωμωδία των περιστάσεων… / Ποιος είναι ποιος; Τι εννοεί το ποίημα; Ποια γλώσσα ονομάζει τι; Ποιο καθεστώς και ποια αθανασία;»). Εδώ, ο άνεργος στέκει οντολογικά άεργος και αμήχανος απέναντι στον έσω-έξω τρόμο μιας αιωνίως νέας κατάστασης πραγμάτων.

Στα ποιήματα αυτά –μέσω εναλλαγής περιστατικών, εξομολογήσεων, σπαραγμάτων αφήγησης, μονολόγων θεατρικής εκφοράς– θριαμβεύει η πολυεστιακή οπτική γωνία: όχι μόνο το πρώτο, αλλά και το τρίτο ενικό και πληθυντικό πρόσωπο της ποίησης. («Πάνω απ’ όλα μ” ενδιαφέρει / Αυτός που δεν είμαι εγώ».) Ομως τώρα η Χριστοδούλου τείνει και προς το δεύτερο πληθυντικό πρόσωπο του «εσείς»: η συλλογή κατέχεται από το ήθος μιας πολυφωνικής μαρτυρίας, η οποία καταλήγει σχεδόν σ’ ένα σπασμένο χορικό, χτισμένο για να μας εμπεριέχει.

Παρά τη δυσκολία της θεματικής, που θα μπορούσε να εκτραπεί προς τη μεμψιμοιρία και τη συναισθηματολογία, και αν εξαιρέσει κανείς μια υποψία περίσσειας στο δεύτερο μέρος της συλλογής, η ματιά της Χριστοδούλου παραμένει θαυμαστά ακριβής, κυνικά ψύχραιμη και μαζί συμπάσχουσα. Το ειρωνικό, (αυτο)σαρκαστικό –σε περιπτώσεις ακόμη και σατιρικό–, απόθεμα αυτού του βλέμματος παράγει ποιήματα για τη συντριπτική θλίψη, που δεν θρηνωδούν ούτε γογγύζουν. Πυκνότητα ύφους, κυμαινόμενος ρυθμός, αναζήτηση της δραστικής μεταφοράς, μετωνυμική εκτίναξη των λέξεων, καβαφικού τύπου ειρωνεία και οικονομία, καθώς και μια κομψή αποφθεγματικότητα που πλησιάζει μάλλον την Ντίκινσον παρά τη Δημουλά. Ενδιαμέσως, η Χριστοδούλου επιτρέπει σοφά στο βιβλίο της μεμονωμένα ιντερμέδια κάλλους: λυρικές ή κρυπτικές εκτροπές που κατατείνουν προς την ομορφιά. Μια ομορφιά, ωστόσο, που τρομάζει και αυτή να εδραιωθεί ή να επιμείνει στη λυρική της βεβαιότητα.

Προς το κλείσιμο της συλλογής επικρατεί αποκλιμάκωση, ένα coitus interruptus θαυμάσια ταυτισμένο με το θέμα της. Η Χριστοδούλου, με αυτοσπαρασσόμενο σαρκασμό, δηλώνει ανήμπορη να παράσχει για μιας τον τελικό αρμόδιο στίχο. Έχει όμως προλάβει να φτάσει στον επίφοβο στόχο. Λογαριάζω αυτή την εθελούσια ομολογία «αδυναμίας» ως ένα είδος ουσιαστικής φιλευσπλαχνίας προς όλους, αλλά και ως δυνάμει επαναστατική πράξη: Αποσυρόμενη, μας βοηθά να μείνουμε μόνοι και να καθρεφτιστούμε στον καθρέφτη μας, ώστε να αντέξουμε το άγριο είδωλό μας ανάμεσα στο φάρμακο και στο φαρμάκι.

03/03/2013 ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΤΩΝ ΣΥΝΤΑΚΤΩΝ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου